- ανάβω
- Ι (μτβ.)1. πυροδοτώ, βάζω φωτιά2. διοχετεύω ρεύμα σε ηλεκτρική μηχανή ή λαμπτήρα3. εξοργίζω, ερεθίζω4. υποκινώ τις ορμές κάποιου, προκαλώ τις σαρκικές επιθυμίες του5. προκαλώ σύγχυση, συμφορά6. χτυπώ, χαστουκίζω «τού τήν άναψε στα μούτρα»7. υποκινώ εξέγερσηΙΙ (αμτβ.)1. πιάνω φωτιά, καίγομαι2. φωτίζω, εκπέμπω τεχνητό φως3. (για ηλεκτρικές συσκευές) βρίσκομαι σε λειτουργία4. εξοργίζομαι, ερεθίζομαι5. καταλαμβάνομαι από σαρκικές επιθυμίες6. αισθάνομαι υπερβολική ζέστη7. έχω έξαψη, υψηλό πυρετό8. ξεσπώ, φουντώνω9. (για τρόφιμα) αρχίζω να σαπίζω, υφίσταμαι αποσύνθεση.[ΕΤΥΜΟΛ. Νεώτερος τ. ενεστ. αντί τού αρχ. ἀνάπτω από τον αόρ. άναψα κατά το σχήμα έτριψα-τρίβω, έθλιψα-θλίβωβλ. και ανάπτω.ΣΥΝΘ. αναβοσβήνω].
Dictionary of Greek. 2013.